ἐναγκυλοῦντας

ἐναγκυλοῦντας
ἐναγκυλάω
fit thongs
pres part act masc acc pl (attic epic doric ionic)
ἐναγκυλάω
fit thongs
pres part act masc acc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εναγκυλώ — ἐναγκυλῶ ( άω και έω και όω) (Α) προσαρμόζω αγκύλη στο ακόντιο για να τό εξακοντίσω (α. «ἐχρῶντο δὲ αύτοῑς ἀκοντίοις ἐναγκυλῶντες», Ξεν. β. «ἐναγκυλοῡντας τὰ ῥιπτόμενα βέλη», Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”